- μεσημέρι
- midi
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μεσημέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 930 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται 4 χλμ. Δ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.338 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
μεσημέρι — το ιού 1. το μέσο της μέρας, η μεσημβρία. 2. παροιμ. φρ., «Μεσημέρι τα μπάζω, μεσημέρι τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν;», για τους τεμπέληδες που δεν αντιλαμβάνονται το λόγο για τον οποίο δεν προκόβουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεσημέρι — Sp Mesimèris Ap Μεσημέρι/Mesimeri L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μεσημεριάζω — (Μ μεσημεριάζω) [μεσημέρι] (το γ εν. ως απρόσ. κυρίως στον ενεστ. και τον αόρ.) μεσημεριάζει, μεσημέριασε πλησιάζει μεσημέρι ή έφτασε μεσημέρι («μεσημέριασε κι ακόμη να μαγειρέψω») νεοελλ. (ενεργ. και μέσ.) καθυστερώ και μέ βρίσκει το μεσημέρι,… … Dictionary of Greek
μεσημεριανός — και μεσημερινός και μεσημερνός, ή, ό (Μ μεσημερινός, ή, όν, θηλ. και μεσημερινού και μεσημερνού) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, αυτός που γίνεται το μεσημέρι, μεσημβρινός, μεσημεριάτικος («μεσημεριανό φαγητό») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
μεσημεράδες — και μεσημεριάτες, οι δαιμονικά όντα που πιστεύεται ότι εμφανίζονται το μεσημέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα άδες (πρβλ. αδερφ άδες, συννυφ άδες). Ο τ. μεσημεριάτες < μεσημέρι + κατάλ. άτης (πρβλ. εργ άτης, χωρι άτης)] … Dictionary of Greek
μεσημεριάτικος — η, ο 1. ο μεσημεριανός 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μεσημεριάτικα και μεσημεριάτικο κατά το μεσημέρι, μέσα στο μεσημέρι, το καταμεσήμερο («πήγαν μεσημεριάτικα για επίσκεψη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + επίθημα ατικος (πρβλ. ανοιξι άτικος,… … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia
ένδιος — ἔνδιος, ον (Α) 1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια τής ημέρας 3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο») 4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι») 5. φρ. «ἔνδιον… … Dictionary of Greek
απομεσήμερο — το Ι. το μετά το μεσημέρι τμήμα της ημέρας, νωρίς το απόγευμα II. επίρρ. απομεσήμερα μετά το μεσημέρι, το απόγευμα … Dictionary of Greek